Το κλαμπ των 27άρηδων είναι ένας αστικός μύθος/θρύλος που λέει ότι μουσικοί, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, αθλητές, πεθαίνουν στα 27 τους, με μια στατιστικά ύποπτη συχνότητα. Γράφτηκαν και επιστημονικές μελέτες επί του θέματος, που όπως ήταν φυσικό διέψευσαν το γεγονός ότι η ηλικία των 27 ήταν η πιο πιθανή στατιστικά ηλικία θανάτου, ακόμα και για τους καλλιτέχνες που ρίσκαραν τη ζωή τους με τη χρήση αλκοόλ και ναρκωτικών.
Ειρωνικά πάντως, τα μέλη αυτού του υποθετικού κλαμπ διαρκώς ανανεώνονται μέσα στις δεκαετίες, γεγονός που δίνει τροφή σε όλη αυτή την παραφιλολογία για τη δήθεν καταραμένη ηλικία…
Το γεγονός είναι ένα και αναμφισβήτητο: Στην ηλικία των 27 πέθαναν, ή σκοτώθηκαν πολύ αξιόλογοι μουσικοί, πάνω στα “ντουζένια” της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας και πήγαν σαν τα σκυλιά στ’ αμπέλι. Κι είναι κρίμα! Εδώ, βέβαια, ξεκινάει το δεύτερο κύμα της παραφιλολογίας επί του θέματος, που, είτε πιστεύει πως κάποιοι από αυτούς δεν πέθαναν, αλλά σκηνοθέτησαν τον θάνατό τους, για να γλιτώσουν από την καταπίεση του star system, είτε πως, αν ζούσαν, θα παρέδιδαν στην ανθρωπότητα τα καλύτερα έργα τους. Aυτό το δεύτερο είναι πράγματι πιθανό, όχι όμως και σίγουρο. Πόσους και πόσους δεν είδαμε μέσα στα χρόνια να αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, να ξεπέφτουν…
Το σίγουρο είναι πως θα μας λείψουν. Γιατί αυτά που άφησαν πίσω τους ήταν προϊόντα μεγάλου ταλέντου.
Για κάποιους απ’ αυτούς ξέρουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα μας χρειάζονται. Για κάποιους άλλους πάλι, από ελάχιστα έως λίγα. Μην έχοντας να προσθέσω απολύτως τίποτα (και μη μπορώντας, όπως θα ήθελα, να αφαιρέσω μερικά) για τον Morrison, την Joplin, τον Kobain, τον Hendrix, τον Jones και την Winehouse, επιτρέψτε μου να σας γνωρίσω μερικούς, λιγότερο διάσημους, αλλά ομοίως σημαντικούς του κλαμπ.
Robert Johnson
Ένας από τους πιο ταλαντούχους, πρωτοπόρους και καθοριστικούς μπλουζίστες του Δέλτα (του Μισισιπή) που η ανθρωπότητα έχει την τύχη να κατέχει ηχογραφήσεις του. Μουρμούρικα blues, λυρικά και πονεμένα, με το ιδιαίτερο ακομπανιάρισμα της κιθάρας του. Υπάρχει ο θρύλος πως ο Johnson συνάντησε τον διάβολο σ’ ένα σταυροδρόμι, του πούλησε την ψυχή του για να τον κάνει τόσο ταλαντούχο, όσο έγινε. Δεν πήγε από ναρκωτικά. Σύμφωνα με τα αρχεία, απλώς πέθανε. Σύμφωνα με τους θρύλους, τον σκότωσε ο σύζυγος μιας γυναίκας που φλέρταρε. Τι σημασία έχει; Όσο ήταν ζωντανός, πολύ λίγη δημοσιότητα τράβηξε πάνω του, πολύ μικρή επιτυχία κατάφερε να έχει. Ενώ μετά το θάνατό του αναγνωρίστηκε απ’ όλους, τους ομότεχνούς του και το κοινό, ως ο απόλυτος μάστορας των blues, ιδίως στο στυλ blues του Δέλτα. Κορυφαίες στιγμές του: “Sweet Home Chicago”, “Rambling On My Mind”, “Cross Road Blues”, “Me And The Devil Blues”, “Travelling Riverside Blues”.
Rudy Lewis
Ο τόσο ταλαντούχος αυτός τραγουδιστής του rhythm & blues της doowop και της πρώιμης soul κατατρεχόταν από έναν σωρό προβλήματα: ήταν κρυπτομοφυλόφιλος, είχε ένα περίεργο διατροφικό σύνδρομο, παρόμοιο με τη νευρική βουλιμία και για κερασάκι στην τούρτα, ήταν εθισμένος στην ηρωίνη.
Τον βρήκαν νεκρό στο σπίτι του. Αυτοψία δεν έγινε ποτέ και οι αρχές έκλεισαν την υπόθεση, ως «θάνατος από υπερβολική δόση», πράγμα πολύ προβλεπόμενο, έτσι κι αλλιώς. Άφησε πίσω του υπέροχες ηχογραφήσεις με τους Drifters. Θαυμάζουμε το ταλέντο του σε κομμάτια όπως το “On Broadway”, “Up On The Roof”, “Please Stay” και “Some Kind Of Wonderful”, στα οποία είναι ο lead vocalist, αλλά και σε αμέτρητες άλλες ηχογραφήσεις των Drifters, που συμμετείχε.
Alan “Blind Owl” Wilson
Ωραία ψυχούλα κι αυτός και μεγάλο ταλέντο, υπήρξε συνιδρυτής, βασικός συνθέτης, τραγουδιστής, κιθαρίστας, και παίκτης φυσαρμόνικας του blues συγκροτήματος Canned Heat. Οι δυο μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας είναι (γραμμένες και) τραγουδισμένες από εκείνον. (“On the road again”, “Going Up the country”).
Αντιμετώπιζε προβλήματα από μικρός. Εκτός από τη μεγάλη μυωπία του (το παρατσούκλι του ήταν “Blind Owl”) υπέφερε από άγχος και κατάθλιψη, προϊόντα τόσο των προσωπικών του θεμάτων, όσο και της απελπισίας του για το μέλλον του περιβάλλοντος. Επιχείρησε να αυτοκτονήσει αρκετές φορές. Μικρός έπασχε από υπνική παράλυση και έπειτα από αυπνία (insomnia). Κατέφυγε στα βαρβιτουρικά για να κοιμάται. Νοσηλεύτηκε για κατάθλιψη. Τελικά πήγε άδικα, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών.
Arlester “Dyke” Christian
Βαθύτατα επηρεασμένος από τον James Brown, ο γεννημένος στο Buffalo της Νέας Υόρκης Dyke πήγε στο Phoenix της Αριζόνας και ένωσε τις δυνάμεις του, ως μπασίστας και τραγουδιστής, με το τοπικό συγκρότημα The Three Blazers. Σύντομα, το 1966, θα ηχογραφήσουν το “Funky Broadway”. Το κομμάτι θα παραμείνει για 24 εβδομάδες στα R&B Charts του Billboard και θα σκαρφαλώσει μέχρι το νούμερο 17, παρόλο που αποκλείστηκε από αρκετούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ως offensive (επιθετικός, προσβλητικός) επειδή ήταν ο πρώτος δίσκος στον οποίο έγινε χρήση του όρου “funky” στον τίτλο του.
Με τον αέρα της επιτυχίας η μπάντα ξεκινάει περιοδεία. Το συγκρότημα σύντομα θα διαλυθεί, λόγω εντάσεων που δημιουργούσε η δέσμευσή τους για μια σειρά εμφανίσεων στο ξακουστό Apollo Theatre στο Harlem, ένα κλικ πριν ο Wilson Picket κάνει το “Funky Broadway” ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία με τη δική του version.
Ο Dyke επιστρέφει στο Buffalo και στήνει μια νέα μπάντα, πάντα υπό το όνομα Dyke & The Blazers, με την οποία συνεχίζει να περιοδεύει και να ηχογραφεί. Οι μεγαλύτερες στιγμές τους είναι το “We Got More Soul” και το “Let A Woman Be A Woman, Let A Man Be A Man”, νούμερο 7 και νούμερο 4 αντίστοιχα στα R&B Billboard Charts.
Το 1971, κι ενώ ετοιμάζονταν για μια περιοδεία στην Αγγλία, ο Dyke πυροβολήθηκε σ’ ένα δρόμο του Phoenix, σύμφωνα με τις φήμες πάνω σε δοσοληψία ναρκωτικών. Ο Dyke ήταν τοξικομανής. Η εκτέλεσή του θεωρήθηκε ως «εν αμύνη» γενομένη.
Dave “Zander” Alexander
O Dave Alexander υπήρξε ο πρωταρχικός μπασίστας των Stooges, του περίφημου πρωτοπάνκ γκρουπ, παρέα με τους αδελφούς Asheton και τον Iggy Pop και, καθ’ ομολογία των υπολοίπων, ο συνθέτης των τραγουδιών “We Will Fall”, “Little Doll”, “Dirt” και “1970”.
Δεν ήταν κανένας δεξιοτέχνης στο όργανό του, αλλά μάθαινε γρήγορα και είχε ταλέντο στο να ενορχηστρώνει, να συνθέτει και να εκτελεί τα κομμάτια, στα δύο πρώτα άλμπουμ των Stooges.
Άγριο νιάτο, γνωρίστηκε με τους αδελφούς Asheton στο Pioneer High School του Μίσιγκαν, από το οποίο γρήγορα αποβλήθηκε, χάρη σ’ ένα στοίχημα. Το 1965 ταξίδεψαν μαζί στην Αγγλία για να δουν τους Who και να «προσπαθήσουν να βρουν τους Beatles». Το 1967 συναντούν τον Iggy και φτιάχνουν τους Stooges. Παίζει στους δύο πρώτους δίσκους τους, τον ομώνυμο και το Fun House. Το συγκρότημα τον απολύει το 1970, γιατί εμφανίστηκε στο Goose Lake International Festival πολύ πιωμένος για να παίξει.
Πέθανε το 1975 από πνευμονικό οίδημα, μετά την εισαγωγή του σε νοσοκομείο για παγκρεατίτιδα, εξαιτίας του αλκοολισμού του.
Gary Thain
Ο Gary Thain ήταν μπασίστας από τη Νέα Ζηλανδία. Έπαιξε από πολύ μικρός με τοπικά συγκροτήματα. Γύρω στο 1969 ταξιδεύει στο Λονδίνο ως μέλος των New Nadir. Όταν το συγκρότημα διαλύεται ο Thain γίνεται μέλος της μπάντας του Keef Hartley, με την οποία παίζει και στο Woodstock το 1969. Το 1971 περιοδεύουν μαζί με τους Uriah Heep, οι οποίοι του κάνουν πρόταση συνεργασίας. Ο Thain θα παίξει για τους Heep από το 1972 μέχρι το 1975 και θα ηχογραφήσει μαζί τους πέντε ιστορικά άλμπουμ: Demons And Wizards (1972), The Magician’s Birthday (1972), Uriah Heep Live (1973), Sweet Freedom (1973) και Wonderworld (1974).
Το 1974, κατά τη διάρκεια της περιοδείας των Uriah Heep στις Ηνωμένες Πολιτείες, τραυματίζεται σοβαρά από ηλεκτροπληξία, στο Moody Coliseum του Τέξας. Το 1975 το συγκρότημα τον απολύει γιατί λόγω του εθισμού του στην ηρωίνη δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στα καθήκοντά του. Ο Thain θα πεθάνει την ίδια χρονιά στο διαμέρισμά του, στο Norwood Green του Λονδίνου, από αναπνευστική ανεπάρκεια, λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης.
Leslie Harvey (Stone The Crows)
Αδελφός του Alex Harvey, σκωτσέζος κιθαρίστας της ροκ, και της blues. Έπαιξε σε πολλά συγκροτήματα, όπως οι Alex Harvey Soul Band, του αδελφού του, οι Blues Council, και οι Cartoone. Υπήρξε συνιδρυτής των Stone The Crows το 1969. Στη διάρκεια συναυλίας τους το 1972 στο Swansea Top Rank έπαθε ηλεκτροπληξία, όταν ακούμπησε ένα μικρόφωνο που δεν είχε γείωση, κρατώντας με το άλλο χέρι τις χορδές τις κιθάρας του. Πέθανε από τα βλάβες που του προκλήθηκαν…
Jocob Miller
Ένα απ’ τα μεγάλα ταλέντα της reggae ο Miller έκανε σημαντικότατη καριέρα, τόσο σόλο, όσο και ως ο τραγουδιστής των Inner Circle. Ξεκίνησε να ηχογραφεί στα δεκατρία του χρόνια, στο περιβόητο Studio One του “Coxsone” Dodd. Συνεργάστηκε στενά με τον Augustus Pablo και τον King Tubby. Πρωταγωνίστησε στο Rockers, του Θόδωρου Μπαφαλούκου (βλ. σχετικό μας άρθρο στο τεύχος 9 του Yellow Box), αλλά και συμμετείχε στη θρυλική One Love Peace συναυλία στο Kingston, ανάμεσα στην αφρόκρεμα της reggae και δίπλα στο φίλο του Bob Marley.
Πέθανε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, μαζί με έναν από τους γιους του, στο Kingston, το 1980. Ήταν λίγο πριν να ξεκινήσει περιοδεία με τους Inner Circle, μαζί με τον Bob Marley και τους Wailers, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Είχε μόλις ολοκληρώσει τον τελευταίο του δίσκο με τους Inner Circle “Mixed Up Moods”, που κυκλοφόρησε μετά το θάνατό του. Μεγαλύτερες επιτυχίες του τα “Baby I love you so”, “False Rasta”, “Who Say Jah No Dread”, “Tenement Yard” κ.ά.
To άρθρο είναι του Νίκου Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα._YB