Skip to main content

Ερώτηση: Τι παίρνεις όταν συνδυάσεις την γνώση, την εμπειρία και -εν τέλει- την ψυχή ενός εκ των πλέον παραδοσιακών κατασκευαστών ηχείων, με την αναβίωση ενός από τα σημαντικότερα μοντέλα του; Απάντηση: Κάτι σαν το Linton Heritage της Wharfedale. Ένα ηχείο με ρίζες στις χρυσές δεκαετίες του Hi-Fi, το οποίο, παράλληλα, εκμεταλλεύεται την γνώση γύρω από το audio που έχουμε συσσωρεύσει τον 21ο αιώνα. Με τέτοια συστατικά, είναι πραγματικά δύσκολο να αποτύχεις!

Συχνά, σχολιάζοντας τον καλό ήχο, επηρεαζόμαστε από τις ακουστικές εμπειρίες μας και με μια τάση νοσταλγίας, επιθυμούμε να αναβιώσουμε κάποιες από αυτές. Όσοι από εμάς έχουν ακούσει κατασκευές Hi-Fi από το μακρινό παρελθόν, έχουμε παρατηρήσει μια διαφορετική ηχητική παρουσίαση, ίσως πιο κατάλληλη, για τη μουσική εκείνης της εποχής. Αναφερόμενοι στα πρώτα Wharfedale Linton, αυτή η εποχή ήταν κάπου μεταξύ 1965 και 1975, μιας εποχή μεγάλης μουσικής, αλλά και μεγάλων ηχείων. Για την ακρίβεια, το Linton ήταν ένα τρίδρομο ηχείο, που παρουσιάστηκε το 1965 και σύστησε την Wharfedale στο κοινό, όπως την γνωρίζει και σήμερα: Ως έναν κατασκευαστή με προϊόντα που χαρακτηρίζονται από υψηλό λόγο απόδοσης/τιμής, καλό ήχο και καλή ποιότητα κατασκευής. Τα πρώτα Linton, με την πλατιά μπάφλα, λόγω των μεγάλων μονάδων που χρησιμοποιούσαν, ήταν ικανά να αναπαράγουν έναν πραγματικά μεγάλο, ογκώδη και ανοιχτό ήχο, που είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που αναπαράγεται σήμερα, από τα πιο μικροκαμωμένα, σύγχρονης σχεδίασης ηχεία βάσης.

 width=

Ένα πραγματικό Classic

Τα στοιχεία της εξωτερικής εμφάνισης, διατηρούνται και στο νέο μοντέλο, το οποίο ανήκει στην σειρά Heritage (μαζί με τις αντίστοιχες επανεκδόσεις των Denton 80 και Denton 85) και αποτελεί την τελευταία, μέχρι σήμερα, εκδοχή του ηχείου που ακολούθησε πιστά, με διάφορες εκδόσεις, την πορεία της εταιρίας και την τεχνολογική της εξέλιξη κατά τις δεκαετίες των 60s, 70s και 80s.

Το μέγεθος και το στυλ είναι τα πιο προφανή χαρακτηριστικά της “παλιάς σχολής” ηχείων στην οποία ανήκουν τα Linton. Με ύψος πάνω από 56cm, βάθος 33cm και πλάτος 30cm, είναι σημαντικά μεγαλύτερα από τα περισσότερα σύγχρονα ηχεία βάσης, αλλά (spoiler!) παρά το μέγεθός τους είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που αποδίδουν, ακόμη και σε σχετικά μικρά δωμάτια ακρόασης.

Πέρα από το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια κλασική προσέγγιση στην αισθητική ενός ηχείου (επομένως, ένας κάποιος σεβασμός, ούτως ή άλλως, οφείλεται), υπάρχουν σημαντικά ηχητικά πλεονεκτήματα σε αυτήν. Η μεγαλύτερη σε διαστάσεις και όγκο καμπίνα επιτρέπει μια περισσότερο γενναιόδωρη αναπαραγωγή χαμηλών συχνοτήτων και το μεγαλύτερο πλάτος της μπάφλας βοηθά ώστε να αναπτυχθεί περισσότερος πλούτος στη μεσαία περιοχή συχνοτήτων, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα και την έκταση του ηχείου στις χαμηλότερες συχνότητες καθώς το γνωστό φαινόμενο αύξησης της ευαισθησίας λόγω της μπάφλας, όπως το έχει περιγράψει ο Harry Olson το 1969 (baffle-step), αρχίζει να επιδρά από μεγαλύτερο μήκος κύματος. Μια μεγαλύτερη καμπίνα μπορεί επίσης να φιλοξενήσει μεγαλύτερες μονάδες, δηλαδή -κατά βάση- ένα μεγαλύτερο γούφερ. Πράγματι, τις χαμηλές συχνότητες του Linton χειρίζεται ένα woofer 20cm, ίδιο σε μέγεθος με το woofer στα παλιά Linton, αλλά αυτή τη φορά αντί για χαρτί, χρησιμοποιεί μια πλέξη Kevlar στην κατασκευή του κώνου. Ένα midrange, επίσης από Kevlar, 12,5cm βρίσκεται ακριβώς από πάνω, σε δικό του θάλαμο, και ψηλότερα, σε ελαφρώς offset θέση, βρίσκεται ένα tweeter υφασμάτινου θόλου 25mm. Η τοποθέτηση του  ακολουθεί κατοπτρική συμμετρία μεταξύ των δύο ηχείων, επομένως υπάρχει δεξί και αριστερό ηχείο, γεγονός που πρέπει να ληφθεί υπόψιν κατά την εγκατάσταση. Τα Linton βασίζονται σε καμπίνα ανοικτού τύπου με δύο οπές bass reflex να είναι τοποθετημένες στο πίσω μέρος κάθε ηχείου.

Οι καμπίνες είναι κατασκευασμένες από υψηλής πυκνότητας μοριοσανίδες, σε διάταξη σάντουιτς, ανάμεσα σε δύο φύλλα MDF, για να δημιουργήσουν έναν συνδυασμό που όπως υποστηρίζει ο κατασκευαστής, εξουδετερώνει τον συντονισμό των επιφανειών πιο αποτελεσματικά, από ότι το σκέτο, μεγάλου πάχους MDF. Διατίθενται σε φινίρισμα από μαόνι ή καρυδιά. Εσωτερικά, ως αποσβεστικό υλικό έχει επιλεγεί μακρόϊνο συνθετικό μαλλί. Τα ηχεία έχουν σχεδιαστεί ειδικά για ακροάσεις με τις σήτες τοποθετημένες, επιλογή που συμβάλλει στη διατήρηση της vintage αισθητικής και εξουδετερώνει τις παρεμβολές από τα φαινόμενα περίθλασης στις ακμές της καμπίνας.

Οι όμορφα σχεδιασμένες βάσεις για τα Linton, τοποθετούν τα ηχεία ελαφρώς χαμηλότερα από κάποια άλλα. Τόσο, ώστε όσοι έχουν θέση ακρόασης χαμηλότερη από το μέσο όρο, είναι αυτοί που θα ακούσουν τα Linton σε ιδανικές συνθήκες. Είναι σχεδιασμένες με πολυτελή εμφάνιση και αισθητική για να ταιριάζουν με τα ηχεία, δημιουργώντας ένα ολοκληρωμένο -από πλευράς εμφάνισης- αντικείμενο. Πωλούνται ξεχωριστά και κοστίζουν €299 το ζεύγος.

A! H Μουσική!

Από τα πρώτα κιόλας λεπτά ακροάσεων, εισπράξαμε μια ιδιαίτερη αίσθηση περιγραφής της μουσικής σκηνής από τα Linton και έτσι κατευθυνθήκαμε σε ηχογραφήσεις με πλούσια ορχηστρικά, για να αφουγκραστούμε τις δυνατότητες τους σε αυτό το πεδίο. Παίξαμε το Austurias (Leyenda) – Albeniz-Fruhbeck de Burgos και διακρίνουμε μια συναρπαστική αίσθηση της δυναμικής από αυτά τα ηχεία, με τα μικροδυναμικά να αποδίδονται θαυμάσια στα μεταβατικά, στολίζοντας το χώρο με πλούσια ηχοχρώματα, αμεσότητα και μεγάλους όγκους μουσικών οργάνων, το κάθε ένα με τη δική του υπόσταση, σε μια τόσο ανοιχτή παρουσίαση της μουσικής σκηνής, που ο χώρος ακρόασης έμοιασε πολύ μεγαλύτερος.

Κάνοντας ένα μικρό ταξίδι στο χρόνο κάναμε την μετάβαση σε κάτι πιο ταιριαστό, με την εποχή των αρχικών Linton, το Dave Brubeck – Take Five. Αυτό το μουσικό κομμάτι εύκολα αδικείται από πολλά μικρότερου όγκου ηχεία, αλλά τα Linton αποκάλυψαν τις δυνατότητές τους. Η τονική ισορροπία είναι ακριβής και κανένα όργανο δεν κυριαρχεί. Διαθέτουν γενναιόδωρα γεμάτο ήχο, στα επίπεδα των προσδοκιών μας και δημιουργούν την απαραίτητη υποδομή για να αποτρέπουν παραμορφώσεις, όταν η ορχήστρα φτάνει στο αποκορύφωμά της, στις υψηλές εντάσεις στις οποίες παρασυρθήκαμε, αποδεικνύοντας ότι το ηχείο διαθέτει σοβαρές δυνατότητες στην απόδοση των μακροδυναμικών.

Στην συνέχεια, δεν θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε το θρυλικό High Life από το Jazz At The Pawnshop. Η άνεση των Linton στο επίπεδο των χαμηλών συχνοτήτων προσφέρει μπάσο με μια υπέροχη περιγραφή του παλμού των χορδών του και με το δικό του ξεχωριστό ηχόχρωμα. Αποδίδει άψογα την μαγική μελωδία και παίρνουμε μια ρεαλιστική εντύπωση για το πόσο συναρπαστικά πρέπει να ακούγονταν ζωντανά, οι μουσικοί της εποχής, με μια υπέροχη αίσθηση του μεγέθους και της αισθητικής του κλαμπ, με πλήθος κόσμου. Δεν χρειάζονται περισσότερα, για να είμαστε ειλικρινείς: Όταν η νοσταλγία ξεκινά, αυτά τα ηχεία έχουν πετύχει το σκοπό τους.

Με αβίαστη αμεσότητα, εστιασμένη στερεοφωνική απεικόνιση και πολλαπλά layers υπέροχης λεπτομέρειας, θα μπορούσαμε να ακούμε αυτά τα ηχεία ατελείωτες ώρες, χωρίς την παραμικρή κούραση. Γεια όσους αναζητούν ένα ηχείο με σύγχρονα υλικά και μεθόδους κατασκευής αλλά με την αισθητική και τον ήχο μιας παλαιότερης σχολής, τότε η νέα έκδοση των Linton, που παρουσιάστηκε για να γιορτάσει την 85η επέτειο της Wharfedale, αποτελεί μια άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Overview

Περιγραφή: Ηχείο βάσης.

Μεγάφωνα/Δρόμοι: 3/3, 1x γούφερ 200mm (Kevlar), 1x Μιντρέιντζ 135mm (Kevlar), 1x τουίτερ μαλακού θόλου 25mm

Συχνότητες cross: 630Hz/2,4kHz

Φόρτιση: Bass reflex

Ευαισθησία: 90dBSPL/2,83Vrms/1m

Ονομαστική αντίσταση: 6Ω (ελάχιστη 3,5Ω)

Απόκριση συχνότητας 40Hz-20kHz (+/-3dB), 35Hz (-6dB)

Άλλες δυνατότητες: Διαθέσιμο σε δύο φινιρίσματα φυσικού ξύλου (μαόνι, καρυδιά)

Διαστάσεις: 565x300x360 (mm, υxπxβ)

Βάρος: 18,4kg

 

Τιμή: €1065,- (ζεύγος), €299,- (βάσεις, ζεύγος).

info: Φ.Νάκας, τηλ.: 210-668.6000, http://www.nakas.gr/, http://www.wharfedale.co.uk/

To review είναι από τον Γιώργο Κατρακάζα και δημοσιεύεται στο έβδομο τεύχος του YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα._YB